υαλουργικός

υαλουργικός
η , ό[ν] 1. относящийся к стекольной промышленности, к производству стекли;
2. (η ) производство стекла, стеклоделие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υαλουργικός" в других словарях:

  • υαλουργικός — υαλουργικός, ή, ό και υελουργικός, ή, ό 1. που αναφέρεται στην υαλουργία (βλ. λ.), που είναι χρήσιμος στην υαλουργία. 2. το θηλ. ως ουσ., υαλουργική η υαλουργία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλουργικός — ή, ό / ὑαλουργικός, ή, όν, ΝΜ, και υελουργικός, ή, ό, Ν [υαλουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλουργία ή ο χρήσιμος στην υαλουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η υαλουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής παρασκευής και επεξεργασίας τής υάλου, η… …   Dictionary of Greek

  • ὑαλουργικῆς — ὑαλουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλουργικῇ — ὑαλουργικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλουργική — ὑαλουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑαλουργικῷ — ὑαλουργικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υελουργικός — ή, ό, Ν βλ. υαλουργικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»